υπεγγύηση

υπεγγύηση
[-ις (-εως)] η гарантия; поручительство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υπεγγύηση" в других словарях:

  • υπεγγύηση — η, Ν εγγύηση που δίνεται για άλλη εγγύηση με σκοπό την μεγαλύτερη εξασφάλιση τού δανειστή, αλλ. μετεγγύηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + εγγύηση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπεγγύησις, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • υπεγγύηση — η εγγύηση που δίνεται για άλλη εγγύηση και εξασφαλίζει πιο πολύ το δανειστή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»